αυτόφωτος

αυτόφωτος
η , ο [ος , ον ] светящийся собственным светом

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "αυτόφωτος" в других словарях:

  • αυτόφωτος — η, ο (Μ αὐτόφωτος, ον) αυτός που εκπέμπει δικό του φώς …   Dictionary of Greek

  • αυτόφωτος — η, ο αυτός που έχει δικό του φως (αντίθ. ετερόφωτος): Οι απλανείς αστέρες είναι αυτόφωτοι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αυτολαμπής — αὐτολαμπής, ές (Μ) (για τον ήλιο) αυτόφωτος …   Dictionary of Greek

  • ετερόφωτος — η, ο και ετεροφώτιστος, η, ο 1. (για πλανήτες) αυτός που παίρνει φως από άλλο ουράνιο σώμα, αυτός που δεν είναι αυτόφωτος, ο αλλόφωτος 2. αυτός που φωτίζεται διά μέσου άλλου («δωμάτιο ετερόφωτο») 3. (μτφ. για ανθρώπους) αυτός που δέχεται ιδέες ή… …   Dictionary of Greek

  • φως — Ημερήσια ελληνική εφημερίδα του Καΐρου, που ιδρύθηκε το 1903 και εκδίδεται μέχρι σήμερα. Ιδρυτής και πρώτος διευθυντής ο Στ. Ευσταθιάδης. Με τον ίδιο τίτλο κυκλοφόρησε εβδομαδιαία εφημερίδα στο Αγρίνιο (1927 35) με ιδρυτή τον Μ. Τζάνη. * * * ωτός …   Dictionary of Greek

  • ετερόφωτος — η, ο 1. αυτός που παίρνει φως από άλλον (αντίθ. αυτόφωτος): Η Γη είναι ετερόφωτος πλανήτης. 2. μτφ., αυτός που δέχεται τις γνώμες και υποδείξεις των άλλων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»